σύνδικος

σύνδικος
ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α
στον πληθ. οἱ σύνδικοι
α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που πρόσκειντο φιλικά προς τους τριάκοντα τυράννους
β) (ιδίως στην Αθήνα) κρατικοί συνήγοροι οι οποίοι διορίζονταν προκειμένου να αντιπροσωπεύσουν την πολιτεία αλλά και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και την αξιοπρέπειά της
γ) (στη Σπάρτη και στους Δελφούς) αυτοί που επόπτευαν για την εφαρμογή τών νόμων, τών ηθών αλλά και τη διοίκηση γενικότερα
δ) συνήγοροι εκλεγόμενοι από τις φυλές για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τους
νεοελλ.
1. επίτροπος τών υποθέσεων ομάδας, εταιρείας, σωματείου
2. φρ. «σύνδικος πτωχεύσεως»
(εμπορ. δίκ.) πρόσωπο διοριζόμενο από το πτωχευτικό δικαστήριο για να εκπροσωπήσει την ομάδα τών πιστωτών κατά την πτωχευτική διαδικασία έχοντας τη διαχείριση τής περιουσίας εκείνου που πτώχευσε με σκοπό τη σύμμετρη ικανοποίηση τών πιστωτών
μσν.-αρχ.
στον πληθ. οἱ σύνδικοι
δημόσιοι συνήγοροι κατά την εποχή τού Βαλεντινιανού και μετέπειτα
αρχ.
1. αυτός που ενώπιον δικαστηρίου υπερασπίζεται το δίκαιο ενός διαδίκου ή τη διατήρηση ενός νόμου, συνήγορος
2. συνεργός, συμμέτοχος
3. αυτός που από κοινού με άλλους ανήκει σε κάποιον
4. μτφ. σύμφωνος, αρμονικός με κάποιον ή κάτι, συνῳδός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύνδικος — one who helps in a court of justice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικος — ο 1. επίτροπος υποθέσεων εταιρείας, σωματείου κτλ. 2. «σύνδικος πτώχευσης», επίτροπος στον οποίο αναθέτουν τη διαχείριση της περιουσίας ενός που έχει πτωχεύσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύνδικος — σύνδικος , σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκοις — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκου — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκους — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκων — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικε — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικοι — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικον — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”